Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εξίπταμαι — ἐξίπταμαι (AM) πετώ μακριά ή πετώ προς τα έξω («ἤ ποιεῑ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
ἐξίπταμαι — ἐκπέτομαι fly out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)